- εξατμίζω
- εξάτμισα, εξατμίστηκα, εξατμισμένος, μτβ.1. μεταβάλλω κάποιο υγρό σε ατμό ή αέριο, ατμοποιώ, αεροποιώ, εξανεμίζω.2. ενεργώ ώστε από κλεισμένο σκεύος να βγει ο ατμός βραστού νερού: Εξάτμισε την ατμομηχανή.3. μτφ., αφανίζω κάτι, το εξανεμίζω (σαν να το μεταβάλλω σε ατμό): Μ' αυτό που έκανε θα εξατμίσει τη δημοτικότητά του.4. ως αμτβ., βγάζω ατμούς, γίνομαι ατμός, μεταβάλλομαι σε ατμό, ξεθυμαίνω: Η κολόνια εξατμίζει σ' αυτό το το μπουκάλι.5. το μέσ., εξατμίζομαι αμτβ., εξατμίζω (βλ. προηγούμενο).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.